λιόκουρο
Смотреть что такое "λιόκουρο" в других словарях:
λιόκουρο — το 1. κοινή ονομασία τής νόσου ίκτερος, αλλ. (η)λιόκρουγμα 2. στον πληθ. τα λιόκουρα μαγικά αντικείμενα τα οποία βουτά κάποιος στο νερό και ποτίζει αυτόν που πάσχει από ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τού λιόκρουγμα με… … Dictionary of Greek
λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… … Dictionary of Greek